- περίσωση
- η, Νη διάσωση από καταστροφή ή από επικίνδυνη κατάσταση («η περίσωση τών έργων τέχνης κατά την περίοδο τής κατοχής υπήρξε μεγάλο κατόρθωμα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < περισώζω. Η λ., στον λόγιο τ. περίσωσις, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ατλαντίς].
Dictionary of Greek. 2013.