περίσωση

περίσωση
η, Ν
η διάσωση από καταστροφή ή από επικίνδυνη κατάσταση («η περίσωση τών έργων τέχνης κατά την περίοδο τής κατοχής υπήρξε μεγάλο κατόρθωμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισώζω. Η λ., στον λόγιο τ. περίσωσις, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ατλαντίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περισώσῃ — περισώζω save alive aor subj mid 2nd sg περισώζω save alive aor subj act 3rd sg περισώζω save alive fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισώσηι — περισώσῃ , περισώζω save alive aor subj mid 2nd sg περισώσῃ , περισώζω save alive aor subj act 3rd sg περισώσῃ , περισώζω save alive fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”